Ελιά

 

Επιστ. Όνομα :  Olea europea

Οικογένεια     :  Oleaceae

Καταγωγή      :  Μεσόγειος. Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική παράδοση, πατρίδα της ελιάς είναι η Αθήνα και η πρώτη ελιά φυτεύτηκε από την Αθηνά στην Ακρόπολη.

 

Περιγραφή  : Είναι αειθαλές, αιωνόβιο δένδρο ή θάμνος με φύλλα αντίθετης διάταξης, βραχύμισχα, δερματώδη, λεία και γκριζοπράσινα στην άνω επιφάνεια, χνουδωτά και ασημί στην κάτω. Ο κορμός της ελιάς είναι οζώδης και καλύπτεται από τεφρόφαιο φλοιό.

 

Ανθοφορία : Τα άνθη της είναι λευκά ή υπόλευκα, μονοπέταλα και πολύ μικρά, σχηματίζουν ταξιανθία τύπου βότρυς και εμφανίζονται προς το τέλος Μαΐου, ενώ ο καρπός ωριμάζει και συλλέγεται κατά τα τέλη του φθινοπώρου και αρχές του χειμώνα.

 

Πολλαπλασιασμός : Με μοσχεύματα και εμβολιασμό.

 

Απαιτήσεις : Ευδοκιμεί σε πολλές περιοχές του κόσμου, αρκεί η θερμοκρασία να μη κατέρχεται πολύ και για μεγάλα χρονικά διαστήματα κάτω από το μηδέν. Γι' αυτό και ιδιαίτερα κατάλληλες περιοχές για την καλλιέργειά της είναι οι παραθαλάσσιες και μέχρι 800 m υψόμετρο. Αντέχει στην ξηρασία και τους ισχυρούς ανέμους. Δεν αντέχει τις χαμηλές θερμοκρασίες και την υπερβολική υγρασία του εδάφους, ενώ αναπτύσσεται σε όλα τα εδάφη, σε ηλιόλουστα ή ημισκιερά μέρη. Απαιτεί ελάχιστες καλλιεργητικές φροντίδες.

 

Διακοσμητική αξία : Οφείλεται στο αειθαλές σταχτοπράσινο φύλλωμά της και τον οζώδη κορμό της (ιδιαίτερα σε δέντρα μεγάλης ηλικίας), με ιδιαίτερη καλλωπιστική αξία.

 

Χρησιμότητα : Κατάλληλο δένδρο για δενδροστοιχίες. Σχηματίζει όμορφες μπορντούρες (ιδιαίτερα οι νάνες ποικιλίες) με υψηλή αντοχή στη ρύπανση του περιβάλλοντος και την ξηρασία ακόμα και σε περιπτώσεις προβληματικών εδαφών. Το γκριζοπράσινο χρώμα του φυλλώματος δημιουργεί αντίθεση με τα άλλα δένδρα. Ιδιαίτερα καλλωπιστικός και χρήσιμος κηποτεχνικά είναι και ο οζώδης κορμός της.